Τι είναι τετριμμένο σε μια πόλη; Τι είναι τόσο γνωστό που ξεφεύγει ολότελα από την προσοχή μας; Τι συνηθίσαμε τόσο πια που ούτε μας φοβίζει ούτε μας καθησυχάζει, παρά περνά αθόρυβα από μπροστά μας χωρίς να κεντρίζει τη ματιά μας;
Ίσως κάτι που βλέπουμε καθημερινά: το απέναντι μπαλκόνι, η ίδια λακκούβα στην άσφαλτο, η κεραία της τηλεόρασης του γείτονα, οι σειρές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, οι άσπρες γραμμές της διάβασης, ο καθρέφτης στο ταξί, τα στόρια του γραφείου, οι κουρτίνες του υπνοδωματίου. Αν όλα αυτά, ήταν απλά δικά μας, οικεία, τότε η παρουσία τους θα ήταν καθησυχαστική. Όμως το βλέμμα μας δεν αναπαύεται πάνω τους.
Τα προσπερνά, ή τουλάχιστον καμώνεται πως τα προσπερνά γιατί στην πραγματικότητα, όπως καθετί που μοιάζει απόλυτα αδιάφορο, τούτες οι συχνά φευγαλέες όψεις του καθημερινού μας κόσμου μεταφέρουν μιαν αδιόρατη ανησυχία. Τόσο αδιόρατη που διαφεύγει, κρυμμένη στις πτυχώσεις μιας χιλιοειδωμένης κουρτίνας, στις αντανακλάσεις που το φως του δρόμου ρίχνει στα γύρω αυτοκίνητα, στην σκοτεινιασμένη πολυχρωμία μιας μακρινής καθημερινής θέας από το ίδιο κάθε μέρα παράθυρο. Ανησυχία μικρή, φαινομενικά ταπεινή: δεν μοιάζει μεγάλα δράματα να ελλοχεύουν ούτε στην ακινησία του οικείου δρόμου ούτε στην αδιάφορη κίνηση της λεωφόρου που καθημερινά διασχίζουμε βιαστικοί.
Κι όμως: το υλικό έρεισμα των καθημερινών μας ονειροπολήσεων είναι τούτες οι φαινομενικά αδιάφορες εικόνες. Κάποιες στιγμές που ο χρόνος χάνεται και ο χώρος γίνεται ένα με το σώμα μας, τα ταπεινά, τα τετριμμένα καθημερινά ερεθίσματα που η πόλη μας προσφέρει, παίρνουν τη δύναμη να μεσολαβούν μικρές αναπάντεχες ανακαλύψεις, να κινητοποιούν ήπιες προσμονές, να μεταφέρουν ξεχασμένες μυρωδιές και ήχους.
Η πόλη, η πόλη μας, ίσως κάθε πόλη, είναι το τοπίο μιας καθημερινότητας σκληρής. Χρειάζεται η ματιά μας να την εξημερώνει. Χρειάζεται να την συνηθίσουμε. Χρειάζεται διαρκώς να εξορίζουμε το απειλητικό, το απροσδόκητο και το άγνωστο από τον ορίζοντα όσων μπορεί να συμβούν. Τούτα τα μελλούμενα συμβάντα πρέπει να είναι ήδη επαναλήψεις: ξέρουμε να αναγνωρίζουμε αυτό που θα συμβεί, ξέρουμε να το φέρνουμε στα μέτρα όσων ήδη έχουν συμβεί.
Κι όμως: το υλικό των ονειροπολήσεών μας μπορεί να πλάθεται από όλα τούτα που είναι τόσο γνωστά ώστε να είναι αδιάφορα. Τόσο γνωστά ώστε να ξεγλιστρούν κάτω ακόμη και από τη διαρκή αγωνία της αναγνώρισης, της οικειοποίησης. Το υλικό των ονειροπολήσεων μας δεν εισάγεται από κόσμους μακρινούς, δεν είναι παράξενα γοητευτικό, λαμπερό και πολύχρωμο. Το καθημερινό γκρι είναι που οι ονειροπολήσεις και τα όνειρά μας φέρνουν μπροστά μας αναπάντεχα αλλιώτικο. Γκρι φωτεινό, γκρι με μικρές πινελιές θερμές, κίτρινες, καφετιές, πρασινωπές. Ένα γκρι που στη θαμπάδα του αντανακλώνται μικρές θερμές στιγμές του άλλου, του άλλοτε, του κάποτε.
Ίσως η αδιάφορη γκρι μάζα ενός αυτοκινήτου, ίδιου με όλα τ’ άλλα, να μοιάζει μ’ εκείνη την πλαστελίνη που μικροί συνέχεια ζουλάγαμε, δίνοντάς της μορφές που γρήγορα χαλούσαμε. Και η δική μας πλαστελίνη γκρι ήταν συχνά. Μαγεμένοι ανακατεύαμε πολλές χρωματιστές πλαστελίνες προσδοκώντας να γεννηθεί κάποιο χρώμα απρόβλεπτο. Μάταιος κόπος: σχεδόν πάντα η χρωματολάγνα βουλιμία μας κατέληγε στο γκρι. Όμως τούτος ο αδιάφορος γκρι σβώλος, τούτος ο αδιάφορος εύπλαστος γκρι σβώλος, γινόταν στη συνέχεια το υλικό των χειροποίητων ονείρων μας, των φανταστικών και πρόσκαιρων δημιουργημάτων μας.
Μήπως τούτο το καθημερινό γκρι, σαν την πλαστελίνη των παιδικών μας χρόνων, μπορεί να γίνεται η θαυμαστή πρώτη ύλη των μικρών μας ονειροπολήσεων; Μήπως η πόλη γύρω μας δεν εξουδετερώνει μόνο την προσοχή μας αλλά και την κεντρίζει υπόγεια, καθώς κρύβει τις στιγμές μιας φαινομενικά ταπεινής ανησυχίας στο μαλακό υλικό της καθημερινότητας; Μήπως τούτο το υλικό, αδιάφορο αλλά και διαρκώς παρόν, γίνεται εύπλαστο ακριβώς γιατί τελικά πάντα τούτη την ανησυχία κάτι μπορεί να την κεντρίσει; Όχι για να καταγραφούν μεγάλες εκρήξεις: η καθημερινή ονειροπόληση είναι τόσο φευγαλέα και ταπεινή όσο και τα πλάσματα της γκρίζας πλαστελίνης. Όμως, μέσα της είναι που πλάθεται η δύναμη της ματιάς να ξανακοιτάει τα πράγματα. Έτσι είναι που το βλέμμα μαθαίνει πως τίποτα δεν μένει για πάντα στη θέση του, γνωστό εκ των προτέρων, επανάληψη του εαυτού του.
Ίσως με έναν τρόπο παρόμοιο να γεννιούνται ακόμη και τα μεγάλα όνειρα. Όχι σαν το πυροτέχνημα που αποκαλύπτει ξαφνικά μέσα στη νύχτα έναν άλλο, πιθανό κόσμο. Αλλά σαν το χλωμό φως του δρόμου που μπορεί να φωτίσει τον ίδιο κόσμο δείχνοντάς τον ολότελα αλλιώτικο. Αρκεί κάποιος να ξαναζωγραφίσει τις σκιές. Αρκεί κάποιος να ξαναζωγραφίσει τα πρόσωπα. Αρκεί κάποιος να ξαναζωγραφίσει τα θολά περιγράμματα των αντικειμένων. Αρκεί κάποιος να ξαναζωγραφίσει το απέναντι μπαλκόνι... Ένας ζωγράφος του γκρι που ξέρει να μαλάζει όλα τα χρώματα που το γκρι έχει μέσα του...